- σφαληχτός
- -ή, -ό, Νβλ. σφαλιστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαλιστός — και σφαληχτός και σφαλιχτός, ή, ό, Ν 1. κλεισμένος, κλειστός 2. περιορισμένος. επίρρ... σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Ν κλειστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το… … Dictionary of Greek